συμπεριπολώ

συμπεριπολώ
-έω, Α [συμπερίπολος]
1. ακολουθώ την πορεία κάποιου («τοῑς ἄστροις συμπεριπολεῑν», Φιλόδ.)
2. περιπολώ κατά ομάδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμπεριπόλησις — ήσεως, ἡ, Α [συμπεριπολῶ] ο κατά ομάδες περίπατος («ταῑς ψυχαῑς ταῑς οὐρανίαις συμπεριπολήσεως ποτὲ τυχούσαις», Πρόκλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”